λοιπός — remaining over masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιπός — (I) ή, ό (AM λοιπός, ή, όν, Μ και ἐλοιπός, ή, όν) 1. αυτός που υπολείπεται μετά από αφαίρεση ή από χωρισμό, υπόλοιπος (α. «μόνο πέντε υπάλληλοι έκαναν απεργία, οι λοιποί πήγαν κανονικά στη δουλειά τους» β. «λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον ἔχει... εὐδίαν»,… … Dictionary of Greek
λοιπόν — λοιπός remaining over masc acc sg λοιπός remaining over neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιπαῖς — λοιπός remaining over fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιπαί — λοιπός remaining over fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιποῖς — λοιπός remaining over masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιποῖσι — λοιπός remaining over masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιποῖσιν — λοιπός remaining over masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιποί — λοιπός remaining over masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιποῦ — λοιπός remaining over masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)